παραλογίζομαι

παραλογίζομαι
παραλογίζομαι mid. dep.; 1 aor. παρελογισάμην (Isocr., Demosth. et al.; ins, pap, LXX; PsSol 4:11).
w. acc. of pers. (Aeschin. et al.; Epict. 2, 20, 7; Dio Chrys. 10 [11], 108; PMagd 29, 5 [III B.C.]; PAmh 35, 12; LXX; Jos., Ant. 11, 275) deceive, delude Col 2:4; IMg 3:2. ἑαυτόν deceive oneself Js 1:22.
w. acc. of thing reckon fraudulently, defraud, perh. distort (OGI 665, 15 δαπάνας … παραλογις[θεί]σας of expenses fraudulently reckoned; Gen 31:41 τὸν μισθόν) τὰς ἐντολὰς Ἰησοῦ Χριστοῦ 2 Cl 17:6.—DELG s.v. λέγω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… …   Dictionary of Greek

  • παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”